- μηλάπιον
- μηλάπιον, τὸ (Α)είδος μήλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + ἄπιον «αχλάδι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηλαπίων — μηλάπιον apple neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… … Dictionary of Greek